- μαμμικός
- μαμμ-ικός, ή, όν,A of a grandmother, PGrenf.2.55.18,24 (ii A. D.), BGU410.18 (ii A. D.).II = μητρικός, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαμμικός — (I) ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαία, στη μαμμή 2. το θηλ. ως ουσ. η μαμμική η μαιευτική, το επάγγελμα τής μαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαμμή «μαία». Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Κ. Ρόζιο]. (II) μαμμικός, ή, όν (Α) [μάμμη] 1. αυτός που … Dictionary of Greek
μαμμικόν — μαμμικός of a grandmother masc acc sg μαμμικός of a grandmother neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)